μελλειρονία

μελλειρονία
μελλειρονία, πιθ. και μελλειρονεία, ἡ (Α) [μελλείρην]
(στη Σπάρτη) η ηλικία αυτού που επρόκειτο να καταταγεί σύντομα στην τάξη τών εφήβων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”